|
η ушная боль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ушная боль? — ωταλγία как с (ново)греческого переводится слово ωταλγία? — ушная боль — αμελξη — συνθέτης — σωστρα — γραφιάς — άτακτος — ζαμπονοτυρόπιτα — σωστικά — σωφέρ — εκχύλισμα — ανθοκομική — ακαβάλληγος — ποτάμι — σαραντάρισσα — εξατομίκευση — εικονομαχικός — εκλέγω — Άραβας — ναζιστής — πυκνόρρευστος — ετέρωθεν — ποδαγρικός |
|||