|
шуметь, поднимать шум #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шуметь? — αρβαλίζω как на (ново)греческом будет слово поднимать шум? — αρβαλίζω как с (ново)греческого переводится слово αρβαλίζω? — шуметь, поднимать шум — ρυπαρογραφία — ολιγολογία — αυτοκυβερνώμενος — σπορά — αποθαλασσώνομαι — δυσώδης — δευτεροετής — οινοπνευματομέτρησις — στραβοπατάω — ξεδιαλύνω — ψυχοφυσιολόγος — άφροντις — αντίχαρη — χονδρόκολλα — υπηρετικός — δηκτικώς — στυλιστικός — υπόστυφος — αντιπροσώπευση — ηλεκτρογεννήτρια — μητέρα |
|||