πριόνισμα

формы словаβ
πριόνισμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πριόνισμα? —


διαλεκτικήεπίδεσμοςαπόλυταραβανίσώοςσπανακόπιτταενούρησηαποδεικτέοςΠρωτομαγιάτορπιλλοβόλοκαθρεφτιστόςπεριγελαστήςσυνάλλαγμαεκτελωνισμόςανακλαστικόςφεβρουαριανόςεικοσαπλασιάζωπαρέλκυσηφάπαπισσοτήρπλημμελειοδικείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit