|
пророчествовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пророчествовать? — προφητεύω как с (ново)греческого переводится слово προφητεύω? — пророчествовать — μαλαγρώνω — διάθρεψη — καταθέτρια — γραττίζω — λαμπυρίζω — καραβόπανο — ανεφοδιασμός — αρχαιοφύλακας — βράσιμο — ρεμπεσκές — εξοργισμένος — αποσυνάπτω — ματαίωση — οριζόντια — υπέπεσα — φελλάχος — εκτοκαρδία — γεράματα — σιδηρομεταλλουργία — χημείο — στουμπώνω |
|||