Новогреческий словарь
μαστίτις
μαστίτις
(-ιδος) η мед.
мастит, грудница
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мастит
? —
μαστίτις
как на
(ново)греческом
будет слово
грудница
? —
μαστίτις
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαστίτις
? — мастит, грудница
#
(ново)греческий словарь
—
γιγαντούμαι
—
χαμπαρίζω
—
μουτσόπουλο
—
δαιμονιακός
—
κατοπτροποιία
—
δυσκαής
—
μονόμετρος
—
ευθάλασσος
—
παραμαγνητικός
—
λερώνει
—
κατακεφαλιά
—
επαφρόδιτος
—
καρδιογραφία
—
αιωνίως
—
βρέχομαι
—
σαιξπηριστής
—
λουσάτος
—
ηδονιστής
—
ήκιστα
—
μεγαλόφρων
—
αποπωματίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве