|
(-ώνος) ο рисовая плантация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рисовая плантация? — ορυζών как с (ново)греческого переводится слово ορυζών? — рисовая плантация — μπουρτζόβλαχος — βούλευμα — ζυγοστάθμηση — καθοδήγηση — αποχτηνώνω — σακκουλεύομαι — έποικος — πισώπλατα — θεοσεβής — έμπνευση — ξυπόλυτος — αυγούλι — ιπποδύναμη — σίμωμα — μηνιγγίτιδα — εθνάριον — καματερό — πεντηκονταετία — δείλη — ψυχογενής — ανεμώδης |
|||