|
опорожнять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опорожнять? — διακενώ как с (ново)греческого переводится слово διακενώ? — опорожнять — επιμελημένος — διακονώ — φινέτσα — γυμνασιάρχης — σιτισμός — αντιπερικόχλιο — χρησιμοποιώ — προσθήκη — ασχημολογώ — εφόδια — απυρεξία — διαχείμανση — επέκαυσα — μαυροπίπερο — υδροχαρής — προκάλυμμα — στοιβακτής — νάξιος — ζαμπονοτυρόπιτα — γοργογόνατος — χαμαικέρασος |
|||