|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλητάκι? — — συμφιλιώτρια — κινητοποιώ — τεχνοδομή — ακόρδο — διερμηνεύω — μάϊσσα — πηλήκιο — κατασκευάστρια — παύλα — αμφικτιονικός — πόντος — άροτρον — σκελετίνη — καρροσερί — Καρολίνα — πυρίτιδα — αποτελειωμός — παραγγελιοδότης — μυστήριος — υποδομή — πευκώνας |
|||