|
η 1) мор. люк; 2) жерло (орудия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово люк? — μπουκαπόρτα как на (ново)греческом будет слово жерло? — μπουκαπόρτα как с (ново)греческого переводится слово μπουκαπόρτα? — люк, жерло — καταπάτημα — ντουφεκίδι — αρκιέμαι — πρωτάτο — σκουντουφλάω — μυστικοσύμβουλος — ομαδοποίηση — ανέλεγκτος — αρραβώνιασμα — μαγκλάς — αμφοτέρωθεν — ικτίς — τρίμετρος — μεταχρωματίζω — σωματειακός — διαβολόσπέρμα — αποκυλιέμαι — κωλομαλάκας — ζαφείρι — σουφραζέττα — ξεκαπάκωμα |
|||