Новогреческий словарь
μπουκαπόρτα
μπουκαπόρτα
η 1) мор.
люк
;
2)
жерло
(орудия)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
люк
? —
μπουκαπόρτα
как на
(ново)греческом
будет слово
жерло
? —
μπουκαπόρτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπουκαπόρτα
? — люк, жерло
#
(ново)греческий словарь
—
εσώρουχο
—
αυτοέπαινος
—
ταχυμετρία
—
αντιφιλοσοφικός
—
ουίσκι
—
ποδόσφαιρο
—
καταπώς
—
ιονοθεραπεία
—
κακονυχτάω
—
ξυλόλιθος
—
επισπαστήρ
—
αστερόεσσα
—
αναγορεύομαι διδάκτωρ
—
καταστρατήγηση
—
πηγαινοερχομός
—
αμαξοδρομία
—
μαρτυριάρικος
—
κοχλάζω
—
Παναγία
—
αποφάγι
—
αυτουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве