|
1. любящий спорт; 2. (о) болельщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любящий спорт? — φίλαθλος как на (ново)греческом будет слово болельщик? — φίλαθλος как с (ново)греческого переводится слово φίλαθλος? — любящий спорт, болельщик — ηλεκτροσυγκολλητής — ανοιγοσφαλνώ — ανάργυρος — ενδεκασύλλαβος — αλπινισμός — λήξαν — εθνική — γαλακτοτραφής — ριζικό — οπίσω — κοπρανολογία — σκαμμένος — αεροπληθής — σιωπηρότης — φανερωτής — συγκλονισμός — μοιρολατρία — αναμηρυκάζω — εμαυτού — ανακουνώ — αραβοσιτόψωμο |
|||