|
ο большая грудь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большая грудь? — βύζαρος как с (ново)греческого переводится слово βύζαρος? — большая грудь — αφιέρωση — βεβαιώνομαι — ανάγλυπτος — πετρελοιοπήγαδο — νεροκάρδαμο — πυροφάνι — γουρλίδικος — ανύχτωτος — προικισμένος — αξιοθρήνητος — οιωνοσκοπία — γκρεμοτοπιά — παρασπόρα — οξύαυλος — Κλαζομένιος — δικαιωματικός — θορυβοποιός — ανίδρωτος — γαϊδουριά — δαιμονοπάθεια — ασχημοκαμωμένος |
|||