|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σοκαριστικός? — — λαφυραγωγός — δίστιγμα — οπουδήποτε — ιδιωματικός — αβλαστολόγητος — δώθενε — ορειχαλκουργός — κίνητρο — κοκκωβιός — μπετόνι — παραφυλάγω — εξελκώ — διδαχή — μαλαιασμένος — μελετημένος — μαστιχόρρακο — λαμπίκος — ανυπόσχετος — αντιστρέφω — τροφοδοσία — εμπυρέας |
|||