|
орфографический; ~ό λεξικό — орфографический словарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орфографический? — ορθογραφικός как с (ново)греческого переводится слово ορθογραφικός? — орфографический — τριβελλίζω — επιδρομέας — φόνος — ανδροκοίτης — θεριστικός — σβηστήρας — λαυρίον — πόδημα — θαμπώνω — αιθεροποιώ — ψιλοτραγουδώ — ζαχαρατο — ξέφωτο — ξάνιον — τραβηχτός — καδί — εισέρχομαι — οζοντιστήρας — αδιαφιλονίκητος — ασυμπτωτικός — λαγίνα |
|||