προσφυγάκι

формы словаβ
προσφυγάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово προσφυγάκι? —


καροτσιέρηςρογιάζωεκλογέαςεπιλόχειοςταβερνιάρηςμάγκικοςθεριακλούεκτελωνίζωσυρρικνώδισεκατομμυριούχοςαποκαμωμόςπαράξεναημερίδαατιμώρητοςμαγνητοθεραπείακατεχόμενααλληλοδιαδοχήαλαζονικόςάτονοςδημοσυντήρητοςβοσκή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit