|
η физиол. менструация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово менструация? — εμμηνορρυσία как с (ново)греческого переводится слово εμμηνορρυσία? — менструация — υπενδύτης — ψόα — πολιτογραφούμαι — ένδυμα — αλλαξοθωριάζω — ψυχικάρα — ονοματοπαίγνιον — διώκησα — πλανιάρω — ξεσέλλωτος — εξεζητημένος — σφαλάω — ανανθής — επαινετήριος — σαρκοφαγία — σύνεγγυς — αναφροδισιακός — πολυζήτητος — αραιώνω — γρηγορεύω — μπρίο |
|||