|
(αόρ. ενεβάθυνα) 1. μετ. углублять; ~ τίς γνώσεις μου — углублять свои знания; 2. άμετ. вникать, вдумываться; проникать, углубляться во что-л. ; ~ εις τήν εννοιαν (στό νόημα) τού κειμένου — вдумываться в смысл текста; δέν ~ει πολύ στά πράγματα — [phrase]он не слишком задумывается; он не особенно вникает[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово углублять? — εμβαθύνω как с (ново)греческого переводится слово εμβαθύνω? — углублять — κεντρισμός — πεντακοσάρα — επενεργών — διαφανής — πανάγαθος — σαξοφωνίστας — ομαδικός — μπαμπακούλης — υφασματεμπόριο — λειώνω — φτύνω — πολυτελώς — ορνιθοκλέφτης — λυκόπορδον — ασύναπτος — πολτός — υποδιαιρώ — αποδέλοιπος — μαντάνι — σφανταχτερός — εξαπλασιάζω |
|||