|
η ливрея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ливрея? — οικοστολή как с (ново)греческого переводится слово οικοστολή? — ливрея — αναντίστρεπτος — αφροστέφανος — πίστα — αναξέω — απλώνομαι — σφενδόνη — φυλλολογώ — υπεγγυότητα — καταυγάζω — εξασθένωση — απεριτείχιστος — διχασμένος — αισχρολόγημα — τρισυπόστατος — ζωογενής — αύλειος — ψυχομετρία — μετακινημένος — εξανθηματώδης — φωνακλού — ασφαλίζομαι |
|||