|
το штукатурка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатурка? — πεταχτό как с (ново)греческого переводится слово πεταχτό? — штукатурка — σιτευτός — ξάπλωμα — Ασπροσουσουράδα — μιλένιουμ — εκφαίνομαι — αιθυλικός — εμπλουτίζω — ρετσινάτο — καματάρισσα — εξημερώσιμος — γοργόπους — μονοφάγος — χαλκονόμισμα — σύνωρα — χορός — πασπάλισμα — θαρραλέα — εξαγορεύω — παραπετώ — απουργός — αγριοκάτσικο |
|||