Новогреческий словарь
πεταχτό
πεταχτό
το
штукатурка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штукатурка
? —
πεταχτό
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεταχτό
? — штукатурка
#
(ново)греческий словарь
—
πασαλείβω
—
δεσμιδωτός
—
κάμψη
—
παθητικό
—
χρυσορραπτικός
—
δευτερόκλιτος
—
κεντρί
—
βατσινάρισμα
—
κρικωτός
—
μοντερνίστρια
—
μυθοποιούμαι
—
λαγαρά
—
βοηθημένος
—
αλετροσίδερο
—
φιορίνι
—
φθογγογραφικός
—
διαφορετικός
—
σταχτοπάνι
—
παρενδυτικός
—
ώχοντα!
—
αγιότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве