|
ο дорожный каток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дорожный каток? — εδαφοστρωτήρας как с (ново)греческого переводится слово εδαφοστρωτήρας? — дорожный каток — σαδιστής — λεμφοσάρκωμα — χυτός — αγαλούχητος — μελετητικός — χρονοφωτογράφηση — βρισκούμενο — ορεσίβιος — ζουμί — ζωολατρία — αεροβάμων — κούτσουρο — ξεσκίζω — κοσμέω-κοσμώ — καντιανισμός — ενδόσιμον — αγνωμοσύνη — πλεονασμός — προφορικά — αξεδιάντροπος — καμηλήσιος |
|||