|
ο деревенщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — κατσαμάκας как с (ново)греческого переводится слово κατσαμάκας? — деревенщина — σταράτα — ψαρονέφρι — γαργιάρισσα — οικοδομημένος — έχθρα — αρμένισμα — οντουλάρισμα — φευγατίζω — διασταυρούμενος — ενθλίβω — ολιγόλεπτος — πυραυλοκίνητος — λαζάνια — στέρνο — αντικαπιταλιστικά — ιχθυοπώλης — δανειακός — ψωρίαση — βερβέρα — υπεξαιρώ — αναγνωσματοποιώ |
|||