Новогреческий словарь
κλωνάρι
κλωνάρι
το 1)
ветвь
;
2)
стебель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ветвь
? —
κλωνάρι
как на
(ново)греческом
будет слово
стебель
? —
κλωνάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλωνάρι
? — ветвь, стебель
#
(ново)греческий словарь
—
ελαιοφυής
—
διαπιδύω
—
ξετελειώνω
—
μεγαλορρημονώ
—
τεμπεσίρι
—
εμπόρευμα
—
μόρτης
—
ξεκρεμάζω
—
συρφετός
—
δέντρινος
—
μαγκεύω
—
λιγόλογος
—
βουλευτήριο
—
φιλοξενούσα
—
βασάνισμός
—
συγκυρία
—
εξατμιστήρας
—
κομμουνισταριό
—
βλασφημητικός
—
λεωφορειούχος
—
αερόσκαλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве