Новогреческий словарь
μελομακάρονο
μελομακάρονο
το
сласти
(из теста, замешанного на оливковом масле и меду)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сласти
? —
μελομακάρονο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μελομακάρονο
? — сласти
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαεπτά
—
γραμμικός
—
γενάτι
—
μασχάλη
—
μελία
—
απόφοιτος
—
κλινοθερμαντήρας
—
ανταρεύω
—
μενσεβίκος
—
αδαημοσύνη
—
αναθεματισμένος
—
ζαμενής
—
επαναστροφή
—
λιπαντής
—
ανεξομολόγητος
—
χειρομάντις
—
ανακλητήριος
—
γραδώνω
—
Μαγιάπριλο
—
ανολογία
—
Βουλγαρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве