|
το сласти (из теста, замешанного на оливковом масле и меду) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сласти? — μελομακάρονο как с (ново)греческого переводится слово μελομακάρονο? — сласти — οδοντιατρείο — ασκωρίαστος — Ελλάδα — διέκρους — παραπονεμένος — παπαγαλίστικα — γεωπονικός — συρματόπλεγμα — θολασσώ — προορίζομαι — πατριαρχεία — ουτιδανός — ίασπις — σακκοβελόνη — αρατίζω — ράμμα — αγκέλωμα — νουρά — αγγειοσυσταλτικός — φωτοχρωμολιθογραφία — αδαπάνητος |
|||