|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσαμπουνίζω? — — διπλόσχημος — χελιδονόψαρο — θερμόμετρο — σταυροκοπιέμαι — λοτρωτικός — αδιάπλαστος — αντρειώνομαι — διαφεγγής — δερμοπάβεια — εξάδα — ιπποφάγος — ηλιάστρα — υστερόβουλος — μονοφασικός — μαλακίζομαι — έναντι — προφυλακισμός — κλειδοκυμβαλιστής — τρωτός — αμετροέπεια — βιβλιογνωσία |
|||