Новогреческий словарь
άλλοτε
άλλοτε
1) в другой раз
2) когда-то, прежде
3) иногда, порой; άλλοτε ... άλλοτε иногда... иногда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άλλοτε
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πηρόπους
—
ασυγχρονισμός
—
καταβοσανίζω
—
ηχείον
—
χερσώνω
—
ροδαλός
—
ακανθοστεφής
—
Άρειος Πάγος
—
μπεμπές
—
ασυμβούλευτος
—
κάλυψη
—
δασκαλωσύνη
—
κοντοστούμπης
—
φραγκοσταφυλιά
—
λιθοθρύπτης
—
βουλοκέρι
—
αιμόφιλος
—
δασκαλίστικος
—
τριτεγγυώμαι
—
ζάλισμα
—
κυτταρινικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве