|
калибровочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калибровочный? — διαμετρητικός как с (ново)греческого переводится слово διαμετρητικός? — калибровочный — λύση — κακίστρα — εξαερώσιμος — μυλωνού — γαλατερός — ασημύς — ξελουριάζω — ακριβαγάπητος — αγγειοβρίθεια — λογοτέχνισσα — εμβολο — συνέρχομαι — κληματόβεργα — εδρεύω — χαρτομάντις — φλογίζομαι — τσεχοσλοβακικός — κηρύκειο — βολτούλα — αφρορροώ — ημιάγριος |
|||