|
το перелом (кости) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перелом? — κάταγμα как с (ново)греческого переводится слово κάταγμα? — перелом — φιλεπιστήμων — μακροπόδαρος — άμοιαστος — πεθυμάω — τέμπλο — επιθεωρημένος — πυελογράφημα — αναλόγι — πίτερο — ογκομετρικός — ευερμήνευτος — σκαρφαλώνω — κυκλωνικός — ζυγούμαι — ψελλότητα — Κοινωνία — κυτιοποιός — αβούτηκτος — αέριος — εύτολμος — φημίζομαι |
|||