|
свалившийся с нёба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свалившийся с нёба? — υψιπετής как с (ново)греческого переводится слово υψιπετής? — свалившийся с нёба — διασκεδάστρια — διαξιφισμός — ζαχαριάζω — ακουτσούρευτος — παροιμία — φιλοφρονητικός — αβύζος — απλόχερα — ολοκληρωτής — παραμητρίτιδα — αρνί — χύμα — εχιδνοειδής — οξύνω — ραγιαδισμός — γοργοκάραβο — σεβνταλής — διαπεραιώνω — δεσμά — βαθόμετρο — επινόημα |
|||