|
το кольцо, перстень; ~ του γάμου — обручальное кольцо; αλλάζω ~α — обручаться; φορώ (или βάζω) ~ — быть помолвленным; === έχει μέση ~ — [phrase]у неё (у него) осиная талия[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кольцо? — δακτυλίδι как на (ново)греческом будет слово перстень? — δακτυλίδι как с (ново)греческого переводится слово δακτυλίδι? — кольцо, перстень — προγυμνάζομαι — μελισσοκόμος — ερυθροθεραπεία — εξαρχος — εικονογραφία — φορέω — χρηματίζομαι — αμβονας — καταρτισμός — αμετάγγιστος — χαμαλήτικος — πέντε — λαλοπάθεια — μπρατίμι — χαμομήλι — διυλισηκός — λαϊκίστικος — ναυτικός — χαρτόσημο — εικονικός — ηωσινοφιλία |
|||