|
η 1) мед. эндемия; 2) церк. явление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндемия? — ενδημία как на (ново)греческом будет слово явление? — ενδημία как с (ново)греческого переводится слово ενδημία? — эндемия, явление — έτυμον — σπιτονοικοκυρά — πληγή — πάκτωση — βιβλιεκδοτικός — διεκθλίπτης — σύμμαχος — επιθαλάσσιος — φτωχομάννα — μεσόστρατο — αυτοσυναίσθημα — δεκαδικός — επιχωματώνω — λαμπαδάριος — ραδιοφωνικός — ιδρωτοποιός — μεσόφωνος — νισεστές — εμβρυολογία — γέμιση — διζωνικός |
|||