|
η бот. алоэ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово алоэ? — αλόη как с (ново)греческого переводится слово αλόη? — алоэ — απορροφήσιμος — μαυρομάλλης — κάζο — στραβός — σπουδαιολόγημα — μεγαθήριο — ευμετάβλητο — τάμα — βήχας — περιοδεύων — γαστρί — έκφυλος — γυροπλάνο — ιδιοκτήτης — πεντάδιπλα — αεροβόλος — απαιδος — γεννητσούριο — υπερετώ — αναπλάσσω — σιδερωμένος |
|||