|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκπλειστηριαστής? — — ανεξουσιοδότητος — βροντημένος — διδακτισμός — αναξιωσύνη — ξέγδαρμα — εκλαϊκευτικός — βουτυράτος — άλφα — προπαρασκευή — κηροποιία — ανδραγαθία — σχοινάκι — αμφιδετώ — δουλειά — αλευρέμπορας — μουρμούρης — αποχρέμπτομαι — λαθροχειρία — άνασσα — παίζομαι — εμμελής |
|||