|
παρακ. от εγχέω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκεχυμένος? — — μουσουλούκι — γουρλίδικος — αποκρυφτώ — παννιάζω — απαριθμώ — συνταγματικός — χεριά — ιμάντας — ένρυθμος — τρίβολος — ριπίδιο — γρίιτσα — τουαλέτα — κερασέων — ρουβίνιο — προ — αξετίμητος — εξανθράκωση — τριανταμία — λογοδοτώ — γοργοδρόμος |
|||