Новогреческий словарь
εγκεχυμένος
εγκεχυμέν|ος
παρακ. от εγχέω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκεχυμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αστυκτηνίατρος
—
μινθέλαιον
—
αυτοφυώς
—
νομοθεσία
—
ημέρευμα
—
βροντώδης
—
υπότιτλος
—
φρένες
—
κοινόλεχτος
—
ιατρείο
—
υποπολλαπλάσια
—
βιοφωτογραφία
—
ηθογράφος
—
μαλαματοκαπνίζω
—
δερμάτινο
—
φαγάκι
—
Σαλονικιός
—
ηγούμενος
—
ασαφής
—
χωρισμός
—
πολυμέρεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве