Новогреческий словарь
αυτοφυώς
αυτοφυώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοφυώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αιφνιδιάζω
—
κανόνι
—
φαρδουλός
—
συργουλιστός
—
κρεββατώνω
—
εφηβικός
—
βιβλιοπώλης
—
αντέννα
—
εγγραυλίς
—
κασονιάζω
—
ναρκισσίστρια
—
ογρός
—
δεκαπλασίασμός
—
αγκυλώνω
—
παντρεμένος
—
αξελάκκιαστος
—
μαούνα
—
νταράς
—
αποικοδομώ
—
ευκαταφρόνητος
—
νεανικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,