Новогреческий словарь
σκηνογράφος
σκηνογράφ|ος
ο, η
декоратор, театральный художник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
декоратор
? —
σκηνογράφος
как на
(ново)греческом
будет слово
театральный художник
? —
σκηνογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκηνογράφος
? — декоратор, театральный художник
#
(ново)греческий словарь
—
δήμευση
—
αγκώνας
—
αποτελεσματικά
—
χοντράδα
—
ενδυναμώνω
—
παθολογία
—
εθιμοτυπία
—
εκνίτρωση
—
αντιρρητικός
—
αεροπλανοφόρο
—
σκωληκίαση
—
νηπιοκομία
—
ξεβάφω
—
ταυτόσημος
—
σεισμογράφημα
—
χορτασμός
—
κατονομασία
—
δημοσιονομία
—
ακαδημαϊσμός
—
αναπολούμενος
—
καρύοψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве