|
I ο 1) тонна; 2) тоннаж (судна) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонна? — τόννος как на (ново)греческом будет слово тоннаж? — τόννος как с (ново)греческого переводится слово τόννος? — тонна, тоннаж — μπασκετμπολίστας — ταξινομώ — καταπίσινος — βρωμόγερος — λούπινος — χαλκελασματουργείο — προσγειώνω — πανελλήνιο — αφάλι — γράδο — μυέλινος — επικόλληση — αλλοιωτό — διστακτικότητα — άσκημα — δαχτυλογράφος — αναγερμένος — σφίξιμο — πυροβολητής — γυψωτός — καιροσκοπία |
|||