|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαρδουλός? — — παρωνυχίδα — μαμά — ουσιαστικοποιημένος — αραβικός — πεντάγραμμο — σαλιάζω — ταξιαρχία — διάναξις — τετραετία — ιδιαίτερα — ποινικότης — πατώ — αινιγματικότητα — ηράσθην — ασημαντότητα — ιστιόπανο — αντικρυνός — κατσικοκλέφτης — βαθρακομάτης — βάρβαρα — μετατροπή |
|||