|
το (чаще мн.ч. ) голубоватая галька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голубоватая галька? — γαλάνι как с (ново)греческого переводится слово γαλάνι? — голубоватая галька — προσωρινός — ραχιαλγία — ξερή — αποβίωση — εισέρχομαι — ξεχύνομαι — διφορούμενο — πιστωτής — δασικός — κατωτερότητα — πολύφωνος — διπλώνω — κακολογία — αλλαχού — κατακαημένος — πασσαλίσκος — οροθεσία — άβροχος — ξεφτιλίζω — θεραπευτικά — εγκυκλοπαιδικός |
|||