|
η 1) совок; 2) черпак; === μέ τη ~ — (огребать) лопатой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совок? — σέσουλα как на (ново)греческом будет слово черпак? — σέσουλα как с (ново)греческого переводится слово σέσουλα? — совок, черпак — νεφέλη — προστυχιά — ανασκελάς — κυριολεκτικός — πουριτανισμός — ανάζερβη — εποίκηση — άμεστος — λεμφοσάρκωμα — ραδικί — φέϊγ-βολάν — συγγράφω — περιχύνω — φλεβικός — σκιάσμός — εβραϊκή — αντίτυπο — συνεταιρισηκός — περιέχω — κηροπλαστικός — κλέφταρος |
|||