|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαλσάκι? — — αδιαλλαξία — κλάδος — υπερστέγασμα — αρτόδενδρο — αμετροφάγος — σβηστήρας — διαυλάκωση — εξαχνώ — πλυμένος — ανθρωποσφαγή — περαστικός — χορτοβολών — έλατο — σχολιασμός — αμπηρωτός — ατσίκνωτος — ερεθίζομαι — τσάρκα — κοκόπαθος — ζωοκλέπτης — παραινώ |
|||