|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρυδόψιχα? — — κατασβένω — ηλεκτραρνητικός — λούγκρα — κορακοζώητος — ελάτης — προελαύνω — αναθεώρηση — ξεθάψιμο — φώτισμα — μπαούλο — ανακυκώ — κλιματοθεραπεία — θυγατέρα — ωλένιος — χημισμός — αμμάτισμα — θεωρητής — ευλαβητικός — δολοφονώ — μονοκόκκαλος — πέζο |
|||