|
спасать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасать? — αποσώζω как с (ново)греческого переводится слово αποσώζω? — спасать — ανέντιμος — ηττοπάθεια — λίρα — ταχυπλοώ — πυράκτωση — χαζός — ακοομέτρης — παπίσιος — όχεντρα — έναιμος — βαρετός — χεροκάμωτος — σχεδιάγραμμα — προσνήωση — γουργουρίζω — λουβιάρης — αλταϊκός — ψαμμόφιλος — διανεμητικός — περίφροντις — μαγουλάς |
|||