|
αιτιατ. мн.ч. от η #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τές? — — εξαγγελθείς — ριζάφτι — πλινθοποιία — συνομοταξία — αποσκάπτω — εμβολιάσιμος — λαμπαδηφόρος — πεοθηλασμός — κτηνοτρόφος — λεπρός — ποινικά — επουρίζω — τσεκουριά — επίδοση — κανονιστικός — Χούνη — αλληλοδιδακτικός — κατηφένιος — αντιλαμβανόμενος — ποντικός — ξεχέρσωμα |
|||