|
варить сахар (из чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово варить сахар? — σακχαροποιω как с (ново)греческого переводится слово σακχαροποιω? — варить сахар — πτητικός — διατρυπώ — γεμάτα — χέζας — λέβητας — στίζω — μετεξέταση — χρησμοδοσία — βουλκανιζατεράς — λαύδανο — κορώνα — λεμβοδρομώ — νηφαλιότητα — νοικοκυρόπουλο — πινάκα — χαρτάκι — γραπώνω — κουράζομαι — διευθυντήριο — δαχτυλιδένιος — παρελθών |
|||