|
(-όντος) τό физ. анион #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анион? — ανιόν как с (ново)греческого переводится слово ανιόν? — анион — φιαλοειδής — προϋπάντηση — καματερό — επίλοιπος — βραδύ — αδιάδοχος — ισοφάριση — ποσολογία — υπόκλιση — οραματιστής — γιούσουρο — κακοφτιάνω — αρχινώ — έναυσις — βελονοειδής — σύσφιξη — εύκολα — εισέπεσα — μήλη — κλασσέρ — αξεκαθάριστος |
|||