|
το : ~ χρώμα — серебристый цвет #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασημί? — — επίτροπος — λεμοναδίτσα — βουρλισμένη — αναρριχτά — βάλτωμα — αντεπαναστατικά — τμηματικώς — ενοφθαλμίζω — σχετλιασμός — παραβολή — διαπιστωτικός — ισοτέλεια — αυτοπεποίθηση — επιχειρώ — οψιγαμία — ανταμώνω — προορατικός — εκλελυμένος — αμνήμων — αστροφεγγής — δευτέρι |
|||