|
το саксофон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово саксофон? — σαξόφωνο как с (ново)греческого переводится слово σαξόφωνο? — саксофон — πολυακόρεστος — δεκαμερία — ράτσα — φαμελίτισσα — νομισματοκοπείο — ωοθυλάκιο — διεδεξάμην — καλίγα — οικοδεσπότης — βαττόμετρο — προεκβολή — καλεσμένος — ζωοπαθολογία — μακάρι — μαντρίζω — σερετιλίκι — ευμετάπειστος — μυθολογώ — ακριβαγόραστος — αμαρκάριστος — κοινή |
|||