|
το зубчатое колесо, зубчатка; η μετάδοση κίνησης μέ ~α — зубчатая передача #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубчатое колесо? — γρανάζι как на (ново)греческом будет слово зубчатка? — γρανάζι как с (ново)греческого переводится слово γρανάζι? — зубчатое колесо, зубчатка — μελάγχρους — ελεφαντομάχος — μπερεκετλίδικος — ιδεοκρατικός — σελλοποιός — πλευρόπονος — δίχρωμος — απαρέγκλιτα — καταμουσκεύω — επισυνάπτω — κουμπαράς — μύρτος — μοιραρχίς — αγοράκι — λούσιμο — τζίρος — ιχθυάλμη — ζωολόγος — χορτοφαγία — συζυγής — άπιοτος |
|||