|
ο языковед, лингвист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово языковед? — γλωσσοδίφης как на (ново)греческом будет слово лингвист? — γλωσσοδίφης как с (ново)греческого переводится слово γλωσσοδίφης? — языковед, лингвист — τετράμηνο — συμφιλιώνω — περιγενόμενοι — βιβλιοδέτης — παρακυλιέμαι — καθέλκω — συντεταγμένα — ξανθός — ποδοπατώ — άταιρος — ξεμυτίζω — ρονιά — σύνωρος — επιτόπιος — επικόλληση — κατατρομάζω — τροφοδοτώ — δύστροπος — ενάσκηση — εκατοστόλιτρο — σέπομαι |
|||