|
лысый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысый? — καραφλός как с (ново)греческого переводится слово καραφλός? — лысый — γρανιτοειδής — μεσοχείμωνο — σιδηροβιομήχανος — φόρτωμα — μεταξωτός — ρηχία — κοριάζω — οξικός — προϊδέαση — βλεννογόνος — κατάμεστης — κρεμάστρα — ενούρησις — βαθύσκιωτος — ξετρέλλαμα — σομπίτσα — ιταλικά — ζωογονία — αβδελλωκόκκαλο — μικροτεχνική — κατοικιό |
|||