|
1) травоядный; 2) вегетарианский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово травоядный? — φυτοφαγικός как на (ново)греческом будет слово вегетарианский? — φυτοφαγικός как с (ново)греческого переводится слово φυτοφαγικός? — травоядный, вегетарианский — εβδομαδιάτικος — ανιδιοτελές — καυχησιολογιέμαι — μοιράζομαι — τυλώδης — εκφύλλιση — ζαλεύω — δασοχωροφύλακας — πaτρόνα — φακελώνω — αυτοκατάλυση — νανουριστικά — εκκρούω — νύσταγμα — βολιδοβόλο — κατράμωμα — κορνιζοποιός — εξόρυξη — μουγκοφυσω — βουνίσιος — δύνουμαι |
|||